- πολυάλφιτος
- πολυ-άλφιτος, viele Gerstengraupen gebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυάλφιτος — ον, Α αυτός που παράγει πολλά άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκ άλφιτος)] … Dictionary of Greek
πολυάλφιτοι — πολυάλφιτος yielding much meal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)